- διαμικρολογέομαι
- διαμῑκρολογέομαι,A deal grudgingly,
πρός τινα Plu.Sol.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τινα Plu.Sol.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διεμικρολογεῖτο — διεμῑκρολογεῖτο , διαμικρολογέομαι deal grudgingly imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)